- αἱρετωτέρα
- αἱρετωτέρᾱ , αἱρετόςthat may be takenfem nom/voc/acc comp dualαἱρετωτέρᾱ , αἱρετόςthat may be takenfem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἱρετώτερα — αἱρετός that may be taken neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετωτέρας — αἱρετωτέρᾱς , αἱρετός that may be taken fem acc comp pl αἱρετωτέρᾱς , αἱρετός that may be taken fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετωτέραν — αἱρετωτέρᾱν , αἱρετός that may be taken fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετώτερ' — αἱρετώτερα , αἱρετός that may be taken neut nom/voc/acc comp pl αἱρετώτερε , αἱρετός that may be taken masc voc comp sg αἱρετώτεραι , αἱρετός that may be taken fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότερος — έρα, ον, και ιων. τ. κότερος, η, ον, Α Ι. (ερωτ. αντων.) σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. ποιος από τους δύο; (α. «οὐκ ἀν γνοίης ποτέροισι μετείη», Ομ. Ιλ. β. «κότερα τούτων αἱρετώτερά ἐστι»; Ηρόδ. γ. «ἐρωτώσης τῆς μητρός, πότερος καλλίων… … Dictionary of Greek
αἱρετωτέραις — αἱρετός that may be taken fem dat comp pl αἱρετωτέρᾱͅς , αἱρετός that may be taken fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)